- φλεγματικοί
- φλεγματικόςabounding in phlegmmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με το φλέγμα (βλ. λ.). 2. μτφ., ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος, γαλήνιος: Οι Άγγλοι είναι φλεγματικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)